- γερανογέφυρα
- Μηχανή για την ανύψωση φορτίων και τη μεταφορά τους από ένα σημείο σε οποιοδήποτε άλλο μέσα σε περιορισμένο χώρο. Αποτελείται από μια μεταλλική κατασκευή (γέφυρα), της οποίας τα άκρα στηρίζονται σε φορείο και κυλούν πάνω σε ζεύγος σιδηροτροχιών κάθετων προς τη γέφυρα. Η γέφυρα βρίσκεται σε τέτοιο ύψος, ώστε κατά τη διάρκεια των χειρισμών το φορτίο να μην προσκρούει σε πιθανά εμπόδια. Κατά μήκος της γέφυρας κυλά ένα άλλο φορείο, που έχει την ανυψωτική μηχανή. Το μήκος των σιδηροτροχιών και η απόστασή τους καθορίζει την επιφάνεια που είναι διαθέσιμη στη μηχανή. Ο χειρισμός της γ. μπορεί να γίνεται από το έδαφος ή από έναν θαλαμίσκο πάνω στη γέφυρα. Η γ., της οποίας οι διαστάσεις και η ανυψωτική ικανότητα μεταβάλλονται ευρύτατα, ανάλογα με τις εφαρμογές, χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανουργεία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις (ναυπηγεία κλπ.).
* * *ηανυψωτική και μεταφορική συσκευή που μπορεί να μετακινεί βαριά αντικείμενα οριζοντίως και καθέτως στις ακμές υποθετικού παραλληλεπιπέδου.
Dictionary of Greek. 2013.